- πετρελαιοκηλίδα
- ηκηλίδα που σχηματίζεται σε θάλασσες, λίμνες, ποταμούς από αργό πετρέλαιο το οποίο συνήθως διαρρέει από δεξαμενόπλοια (πετρελαιοφόρα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.